- ἐπαξίῳ
- ἐπάξιοςamasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαξιώ — ἐπαξιῶ, όω (AM) νομίζω κάτι σωστό, θεωρώ πρέπον («χρόνῳ μακρῷ φιλτάταν ὁδὸν ἐπαξιώσας ὧδέ μοι φανῆναι», Σοφ.) αρχ. (με αιτ. προσ. και απρμφ.) 1. θεωρώ κάποιον άξιο ώστε να κάνω κάτι γι αυτόν («ὁ γὰρ ξένος σε ἐπαξιοῑ δικαίαν χάριν παρασχεῑν»,… … Dictionary of Greek
ἐπαξιῶ — ἐπαξιόω think right pres subj act 1st sg ἐπαξιόω think right pres ind act 1st sg ἐπαξιόω think right pres subj act 1st sg ἐπαξιόω think right pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαξίωσις — ἐπαξίωσις, η (Α) [επαξιώ] η εκτίμηση τής αξίας … Dictionary of Greek
υπεξουσιώ — όω, Α αξιώνω («τοῑς ὑπεξουσιοῡσιν... γίνεσθαί τι», Πέτρ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να γραφεί ἐπαξιῶ] … Dictionary of Greek